- παραπονιάρικος
- -η, -οαυτός που εκφράζεται με παράπονο, ο λυπητερός: Το παραπονιάρικο κλάμα του μωρού δείχνει ολοκάθαρα πως είναι άρρωστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραπονιάρικος — η, ο [παραπονιάρης] 1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός 2. ως ουσ. παραπονιάρης. επίρρ... παραπονιάρικα με παράπονο … Dictionary of Greek
κλαψ(ι)άρικος — η, ο [κλαψιάρης] αυτός που αναφέρεται στον κλαψιάρη, αυτός που γίνεται με κλάψες, θρηνώδης, παραπονιάρικος («κλαψιάρικη φωνή»). επίρρ... κλαψ(ι)άρικα με κλαψιάρικο τρόπο, παραπονιάρικα («ακούοντας τον άνεμο να βουίζει κλαψιάρικα») … Dictionary of Greek
λυπητερός — ή, ό 1. αυτός που προξενεί λύπη, που δημιουργεί μελαγχολική διάθεση, λυπηρός, θλιβερός («λυπητερή ιστορία») 2. αυτός που εκφράζει λύπη, θρηνώδης, πονεμένος, παραπονιάρικος («λυπητερό τραγούδι») 3. εύσπλαχνος, συμπονετικός. επίρρ... λυπητερά·1. με … Dictionary of Greek
κλαψάρικος, -η, -ικο — κλαψάρικος, η, ο επίρρ. α και κλαψιάρικος, η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται με κλάψες, παραπονιάρικος: Μιλάει μ ένα κλαψάρικο ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπονετικός — ή, ό παραπονιάρικος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)